241. allogenés
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from allos and genos
Definition
of another race
NASB Word Usage
foreigner (1).

Forms and Transliterations
αλλογενεί αλλογενείς αλλογενέσι αλλογενης αλλογενής ἀλλογενὴς αλλογενούς αλλογενών αλλογλώσσους αλλοιοί αλλοιούσθω αλλοιωθή αλλοιωθήσεται αλλοιωθήση αλλοιωθησομένοις αλλοιωθησομένων αλλοιωθωσιν αλλοιώσαι αλλοίωσις ηλλοιώθη ηλλοιώθησαν ηλλοίωσαν ηλλοίωσε allogenes allogenēs allogenḕs
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
240
Top of Page
Top of Page