2192. echó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
a prim. verb
Definition
to have, hold
NASB Word Usage
ability (1), able (1), accompany (1), acknowledge* (1), am (2), become (1), been (3), being (1), being under (1), bringing (1), conceived* (1), consider (2), considered (2), could (2), derive (1), deriving (1), devoid* (1), enjoyed (1), experiencing (1), felt (1), following (1), get (2), gripped (1), had (80), has (134), have (283), have had (2), having (50), held (1), hold (5), holding (7), holds (2), ill* (5), incurring (1), involves (1), keep (3), keeping (3), kept (1), maintain (1), maintained (1), maintaining (1), meets (1), nearby (1), next (2), obliged* (1), obtain (2), obtained (1), owned (3), possess (2), possessed (4), possesses (1), receive (1), received (1), recover* (1), regard (2), regarded (1), reigns* (1), remember* (1), retain (1), seize (1), show (1), think* (1), unable* (1), under (1), under* (1), use (1), without* (3).

Forms and Transliterations
Ειχε είχε είχέ Εἶχε ειχεν είχεν εἶχεν εἶχέν ειχες είχες εἶχες ειχετε είχετε εἴχετε ειχομεν είχομεν εἴχομεν ειχον είχον εἶχον ειχοσαν εἴχοσαν εξει έξει ἕξει έξειν εξεις έξεις ἕξεις έξετε ἕξετε έξουσι εξουσιν έξουσιν ἕξουσιν έσχε εσχεν έσχεν ἔσχεν εσχες έσχες ἔσχες εσχηκα έσχηκα ἔσχηκα εσχηκαμεν εσχήκαμεν ἐσχήκαμεν εσχηκεν έσχηκεν ἔσχηκεν εσχηκοτα εσχηκότα ἐσχηκότα εσχομεν έσχομεν ἔσχομεν εσχον έσχον ἔσχον εχε έχε ἔχε εχει έχει ἔχει εχειν εχείν έχειν ἔχειν εχεις έχεις ἔχεις έχεσθαι έχεται εχετε έχετε έχετέ ἔχετε Ἔχετέ εχετω εχέτω ἐχέτω εχη έχη ἔχῃ έχης εχητε έχητε ἔχητε εχοι έχοι ἔχοι εχοιεν έχοιεν ἔχοιεν εχομεν έχομεν ἔχομεν εχομενα εχόμενα εχόμενά εχόμένα ἐχόμενα εχόμεναι εχομενας εχομένας ἐχομένας εχομενη εχομένη ἐχομένῃ εχόμενοι εχόμενον εχόμενος εχόμενός εχον έχον ἔχον εχοντα έχοντα έχοντά ἔχοντα ἔχοντά εχοντας έχοντας ἔχοντας εχοντες έχοντες ἔχοντες εχοντι έχοντι ἔχοντι εχοντος έχοντος ἔχοντος εχοντων εχόντων ἐχόντων εχουσα έχουσα ἔχουσα εχουσαι έχουσαι ἔχουσαι εχουσαις εχούσαις ἐχούσαις εχουσαν έχουσαν ἔχουσαν εχούσας εχουση εχούση ἐχούσῃ εχουσης εχούσης ἐχούσης Εχουσι έχουσι Ἔχουσι εχουσιν έχουσιν ἔχουσιν εχω έχω ἔχω εχωμεν έχωμεν ἔχωμεν εχων έχων ἔχων έχωνται έχωσι εχωσιν έχωσιν ἔχωσιν έψε έψεμα εψέματος έψετε εψηθή έψημα εψήματος εψήσατε εψήσεις εψήσουσιν έψητε εωθινή εωθινής ηψήθη ηψημένον ηψήσαμεν ήψησαν ήψησε ήψησεν ήψηται ήψουν πάσχει σχητε σχῆτε σχοίη σχω σχώ σχῶ σχωμεν σχῶμεν eche echē éche echei échei échēi echein échein echeis écheis echete echēte échete Écheté échēte echeto echetō echéto echétō echo echō écho échō echoi échoi echoien échoien echomen echōmen échomen échōmen echomena echómena echomenas echoménas echomene echomenē echoménei echoménēi echon echōn échon échōn echonta échonta échontá echontas échontas echontes échontes echonti échonti echonton echontōn echónton echóntōn echontos échontos echosin echōsin échosin échōsin echousa échousa echousai échousai echousais echoúsais echousan échousan echouse echousē echoúsei echoúsēi echouses echousēs echoúses echoúsēs Echousi Échousi echousin échousin Eiche Eîche eichen eîchen eîchén eiches eîches eichete eíchete eichomen eíchomen eichon eîchon eichosan eíchosan escheka eschēka éscheka éschēka eschekamen eschēkamen eschḗkamen escheken eschēken éscheken éschēken eschekota eschekóta eschēkota eschēkóta eschen éschen esches ésches eschomen éschomen eschon éschon exei exeis exete exousin hexei héxei hexeis héxeis hexete héxete hexousin héxousin paschei páschei schete schête schēte schē̂te scho schô schō schō̂ schomen schômen schōmen schō̂men
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2191
Top of Page
Top of Page