NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom epi and histémi Definition to set upon, set up, to stand upon, be present NASB Word Usage appeared (3), attacking (1), came (5), come (3), confronted (1), ready (1), set (1), standing (2), standing near (1), stood (1), stood before (1), stood near (1). Forms and Transliterations επεστη επέστη ἐπέστη επέστην επέστησα επεστησαν επέστησαν ἐπέστησαν επεστήσαντο επέστησας επέστησε επέστησεν επισταντες επιστάντες ἐπιστάντες επιστας επιστάς ἐπιστὰς επιστασα επιστάσα ἐπιστᾶσα επιστη επιστή ἐπιστῇ επιστηθι επίστηθι ἐπίστηθι επιστής επιστήσαι επιστήσατε επιστήσει επιστήσεις επιστήσης επιστήσομεν επίστησον επιστήσονται επιστήσω επόψει εφειστήκει εφεσταμένη εφέστηκα εφέστηκε εφεστηκεν εφέστηκεν ἐφέστηκεν εφεστηκόσι εφεστηκώς εφεστός εφεστως εφεστώς ἐφεστὼς εφεστωτα εφεστώτα ἐφεστῶτα εφεστώτι εφίστατο εφίστημι εφοδευσάτωσαν εφοδιάσεις εφόδιον εφορά εφορών εφούδ εφωδιάσθημεν epeste epestē epéste epéstē epestesan epestēsan epéstesan epéstēsan ephesteken ephestēken ephésteken ephéstēken ephestos ephestōs ephestṑs ephestota ephestôta ephestōta ephestō̂ta epistantes epistántes epistas epistàs epistasa epistâsa episte epistē epistêi epistē̂i epistethi epistēthi epístethi epístēthiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |