2186. ephistémi
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from epi and histémi
Definition
to set upon, set up, to stand upon, be present
NASB Word Usage
appeared (3), attacking (1), came (5), come (3), confronted (1), ready (1), set (1), standing (2), standing near (1), stood (1), stood before (1), stood near (1).

Forms and Transliterations
επεστη επέστη ἐπέστη επέστην επέστησα επεστησαν επέστησαν ἐπέστησαν επεστήσαντο επέστησας επέστησε επέστησεν επισταντες επιστάντες ἐπιστάντες επιστας επιστάς ἐπιστὰς επιστασα επιστάσα ἐπιστᾶσα επιστη επιστή ἐπιστῇ επιστηθι επίστηθι ἐπίστηθι επιστής επιστήσαι επιστήσατε επιστήσει επιστήσεις επιστήσης επιστήσομεν επίστησον επιστήσονται επιστήσω επόψει εφειστήκει εφεσταμένη εφέστηκα εφέστηκε εφεστηκεν εφέστηκεν ἐφέστηκεν εφεστηκόσι εφεστηκώς εφεστός εφεστως εφεστώς ἐφεστὼς εφεστωτα εφεστώτα ἐφεστῶτα εφεστώτι εφίστατο εφίστημι εφοδευσάτωσαν εφοδιάσεις εφόδιον εφορά εφορών εφούδ εφωδιάσθημεν epeste epestē epéste epéstē epestesan epestēsan epéstesan epéstēsan ephesteken ephestēken ephésteken ephéstēken ephestos ephestōs ephestṑs ephestota ephestôta ephestōta ephestō̂ta epistantes epistántes epistas epistàs epistasa epistâsa episte epistē epistêi epistē̂i epistethi epistēthi epístethi epístēthi
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
2185
Top of Page
Top of Page