NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom agallomai (to make glorious, exalt) Definition to exult, rejoice greatly NASB Word Usage exultation (1), exulted (1), glad (2), greatly rejoice (2), rejoice (1), rejoiced (2), rejoiced greatly (2). Forms and Transliterations αγαλλιαθηναι ἀγαλλιαθῆναι αγαλλιάσεται αγαλλιασθε αγαλλιάσθε ἀγαλλιᾶσθε αγαλλιασθήναι αγαλλιάσθω αγαλλιάσθωσαν αγαλλιάσομαι αγαλλιασόμεθα αγαλλιάσονται αγαλλιασώμεθα αγαλλιάσωνται αγαλλιώμεθα αγαλλιωμεν ἀγαλλιῶμεν αγαλλιωμενοι αγαλλιώμενοι ἀγαλλιώμενοι αγαλλιώμενος αγάλματα ηγαλλιασάμεθα ηγαλλιάσαντο ηγαλλιασατο ηγαλλιάσατο ἠγαλλιάσατο ηγαλλίασε ηγαλλιασεν ἠγαλλίασεν ηγαλλιώμεθα agalliasthe agalliâsthe agalliathenai agalliathênai agalliathēnai agalliathē̂nai agalliomen agalliômen agalliōmen agalliō̂men agalliomenoi agalliōmenoi agalliṓmenoi egalliasato egalliásato ēgalliasato ēgalliásato egalliasen egallíasen ēgalliasen ēgallíasenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |