NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom ephistémi Definition to know, to understand NASB Word Usage being acquainted (1), know (6), know about (1), knowing (2), knows (1), understand (2), understands (1). Forms and Transliterations επισταμαι επίσταμαι επίσταμαί ἐπίσταμαι επιστάμενοι επιστάμενοί επιστάμενον επισταμενος επιστάμενος ἐπιστάμενος επισταμένου επισταμένω επιστανται επίστανται ἐπίστανται επίστασαι επιστασθε επίστασθε ἐπίστασθε επισταται επιστάται επίσταται ἐπίσταται επίστη επίστησθε επιστώνται ἐφίσταται ηπιστάμην ηπίσταντό ηπίστω ephistatai ephístatai epistamai epístamai epistamenos epistámenos epistantai epístantai epistasthe epístasthe epistatai epístataiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |