1945. epikeimai
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from epi and keimai
Definition
to lie on
NASB Word Usage
am under (1), assailing (1), imposed (1), insistent (1), lying (1), placed (1), pressing around (1).

Forms and Transliterations
επεκειντο επέκειντο ἐπέκειντο επεκειτο επέκειτο ἐπέκειτο επέκλυσε επεκοιμήθη επικειμενα επικείμενα ἐπικείμενα επικειμενον επικείμενον ἐπικείμενον επικειμενου επικειμένου ἐπικειμένου επικεισθαι επικείσθαι ἐπικεῖσθαι επίκεισθέ επικειται ἐπίκειται επίκλητοι επίκλητος επικλίναι επίκλινον επικλύζων επικοιμηθήσεται επικοσμηθήναι epekeinto epékeinto epekeito epékeito epikeimena epikeímena epikeimenon epikeímenon epikeimenou epikeiménou epikeisthai epikeîsthai epikeitai epíkeitai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1944
Top of Page
Top of Page