1925. epideiknumi
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from epi and deiknumi
Definition
to show, to prove
NASB Word Usage
demonstrating (1), point (1), show (4), showing (1).

Forms and Transliterations
επέδειξα επέδειξεν επιδεικνυμεναι επιδεικνύμεναι ἐπιδεικνύμεναι επιδεικνυμένην επιδεικνυς επιδεικνύς ἐπιδεικνὺς επιδειξαι επιδείξαι ἐπιδεῖξαι επιδειξατε επιδείξατε επιδείξατέ ἐπιδείξατε ἐπιδείξατέ επιδέκατα επιδέκατον επιδεκάτου επιδεκάτων επιδέξιον επιδέξιος epideiknumenai epideiknus epideiknymenai epideiknýmenai epideiknys epideiknỳs epideixai epideîxai epideixate epideíxate epideíxaté
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1924
Top of Page
Top of Page