NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom epi and akouó Definition to listen to, to hearken to NASB Word Usage listened (1). Forms and Transliterations επακήκοε επακήκοέ επακούει επακούσαι επακούσαντί επακούσατε επακούσεται επακούσεταί επάκουσεται επακούση επακούσομαι επάκουσον επάκουσόν επακούων επήκουες επηκουσα επήκουσά ἐπήκουσά επήκουσαν επήκουσας επήκουσάς επηκούσατε επήκουσε επήκουσέ επήκουσεν επηκούσθη epekousa epēkousa epḗkousáLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |