NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom ek and ischuó Definition to have strength enough NASB Word Usage able (1). Forms and Transliterations εξισχυσητε εξισχύσητε ἐξισχύσητε εξιχνίασα εξιχνιάσαι εξιχνιάσαμεν εξιχνίασας εξιχνίασεν εξιχνιάσεται εξιχνιάση εξιχνιασμοί εξιχνίασον εξοδία εξοδίας εξόδιον εξόδιόν εξοδίου εξωδιάσθη exischusete exischusēte exischysete exischysēte exischýsete exischýsēteLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |