NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom ek and anistémi Definition to raise up, to rise NASB Word Usage raise (2), stood (1). Forms and Transliterations εξαναστάντες εξαναστάντων εξαναστάς εξαναστήσεσθε εξαναστήσεται εξαναστηση εξαναστήση ἐξαναστήσῃ εξαναστήσονται εξαναστήσουσι εξαναστήσωμεν εξαναστώμεν εξανέστη εξανέστηκε Εξανεστησαν εξανέστησαν Ἐξανέστησαν εξανέστησας εξανέστησε εξανίστασο εξαντλήσαι εξαντλήσει exanastese exanastēsē exanastḗsei exanastḗsēi Exanestesan Exanestēsan Exanéstesan ExanéstēsanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |