1817. exanistémi
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from ek and anistémi
Definition
to raise up, to rise
NASB Word Usage
raise (2), stood (1).

Forms and Transliterations
εξαναστάντες εξαναστάντων εξαναστάς εξαναστήσεσθε εξαναστήσεται εξαναστηση εξαναστήση ἐξαναστήσῃ εξαναστήσονται εξαναστήσουσι εξαναστήσωμεν εξαναστώμεν εξανέστη εξανέστηκε Εξανεστησαν εξανέστησαν Ἐξανέστησαν εξανέστησας εξανέστησε εξανίστασο εξαντλήσαι εξαντλήσει exanastese exanastēsē exanastḗsei exanastḗsēi Exanestesan Exanestēsan Exanéstesan Exanéstēsan
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1816
Top of Page
Top of Page