1807. exaireó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from ek and haireó
Definition
to take out, to deliver
NASB Word Usage
pluck (1), rescue (2), rescued (3), rescuing (1), tear (1).

Forms and Transliterations
εξαιρεθήσεται εξαιρείσθαι εξαιρείσθαί εξαιρείσθε εξαιρουμενος εξαιρούμενος εξαιρούμενός ἐξαιρούμενός εξειλάμεθα εξειλαμην εξειλάμην ἐξειλάμην εξείλαντο εξειλατο εξείλατο εξείλατό ἐξείλατο ἐξείλατό εξείλε εξείλεν εξείλετο εξείλετό εξειλόμην εξείλου εξελε έξελε ἔξελε εξελείν εξελείσθε εξελείται εξελείταί εξελεσθαι εξελέσθαι ἐξελέσθαι εξελέσθε εξέλεσθε εξελέσθωσάν εξελή εξεληται εξέληται ἐξέληται εξέλοιτό εξελού εξελούμαι εξελούμαί εξελούνται εξελούσι εξέλωμαι εξέλωνται εξήρησαι exairoumenos exairoúmenós exeilamen exeilamēn exeilámen exeilámēn exeilato exeílato exeílató exele éxele exelesthai exelésthai exeletai exelētai exéletai exélētai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1806
Top of Page
Top of Page