NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom en and oikeó Definition to dwell in NASB Word Usage dwell (2), dwells (2), dwelt (1). Forms and Transliterations ενοικεί ενοικείν ενοικειτω ενοικείτω ἐνοικείτω ενοικήσει ενοικήσουσι Ενοικησω ενοικήσω Ἐνοικήσω ενοικούντας ενοικούντες ενοικουντος ενοικούντος ἐνοικοῦντος ενοικούντων ενοικουσα ἐνοικοῦσα ενοικούσιν ενοικών ενοπλισάμενοι ένοπλοι ενόπλων ενόρκιον ένορκοι ενώκησε ενωκησεν ἐνῴκησεν ενωπλισμένοι ενωπλισμένος οἰκοῦσα enoikeito enoikeitō enoikeíto enoikeítō enṓikesen enṓikēsen Enoikeso Enoikēsō Enoikḗso Enoikḗsō enoikountos enoikoûntos enokesen enōkēsen oikousa oikoûsaLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |