1706. empiptó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from en and piptó
Definition
to fall into
NASB Word Usage
fall (5), falls (1), fell (1).

Forms and Transliterations
εμπεπτωκότας εμπεσειν εμπεσείν ἐμπεσεῖν εμπεσείται εμπεση εμπεσή εμπέση ἐμπέσῃ εμπεσοντος εμπεσόντος ἐμπεσόντος εμπεσούμαι εμπεσουνται ἐμπεσοῦνται εμπέσω εμπέσωμεν εμπίπτει εμπιπτουσιν εμπίπτουσιν ἐμπίπτουσιν εμπιστευθήσεσθε εμπιστεύσατε εμπλατύνει εμπλατύνη εμπλάτυνον εμπλατύνω εμπλατύνων εμπλατύνωσι ενέπεσαν ενέπεσεν ενέπεσον ενεπιστεύσατε empese empesē empései empésēi empesein empeseîn empesontos empesóntos empesountai empesoûntai empiptousin empíptousin
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1705
Top of Page
Top of Page