1685. emballó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from en and balló
Definition
to cast into, subject to
NASB Word Usage
cast (1).

Forms and Transliterations
έμβαλε εμβαλεί εμβαλειν εμβαλείν ἐμβαλεῖν εμβαλείς εμβαλείτε εμβάλετε εμβάλη εμβάλης εμβάλληται εμβαλλώ εμβαλούσιν εμβαλώ εμβάλωμεν εμβαλών εμβληθείη εμβληθήσεσθε εμβληθήσεται ενέβαλε ενέβαλεν ενεβάλλετε ενέβαλλον ενέβαλον ενεβάλοσαν ενεβλήθησαν embalein embaleîn
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1684
Top of Page
Top of Page