NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom en and balló Definition to cast into, subject to NASB Word Usage cast (1). Forms and Transliterations έμβαλε εμβαλεί εμβαλειν εμβαλείν ἐμβαλεῖν εμβαλείς εμβαλείτε εμβάλετε εμβάλη εμβάλης εμβάλληται εμβαλλώ εμβαλούσιν εμβαλώ εμβάλωμεν εμβαλών εμβληθείη εμβληθήσεσθε εμβληθήσεται ενέβαλε ενέβαλεν ενεβάλλετε ενέβαλλον ενέβαλον ενεβάλοσαν ενεβλήθησαν embalein embaleînLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |