NAS Exhaustive Concordance Word Origina prim. verb Definition to expose, convict, reprove NASB Word Usage convict (2), convicted (2), convicts (1), expose (1), exposed (2), rebuke (1), refute (1), reprimanded (1), reprove (4), reproved (1), show...fault (1). Forms and Transliterations ελεγξαι ελέγξαι ἐλέγξαι ελεγξάτωσαν ελεγξει ελέγξει ἐλέγξει ελέγξεις ελέγξη ελέγξης ελεγξον έλεγξον ἔλεγξον ελέγξω ελεγχε έλεγχε ἔλεγχε ελεγχει ελέγχει ἐλέγχει ελεγχειν ελέγχειν ἐλέγχειν ελεγχεται ελέγχεται ἐλέγχεται ελεγχετε ελέγχετε ἐλέγχετε ελέγχη ελέγχης ελεγχθη ελεγχθή ἐλεγχθῇ ελεγχομενα ελεγχόμενα ἐλεγχόμενα ελεγχομενοι ελεγχόμενοι ἐλεγχόμενοι ελεγχομενος ελεγχόμενος ἐλεγχόμενος ελέγχοντα ελέγχοντας ελέγχοντες ελεγχω ελέγχω ἐλέγχω ελέγχων ήλεγξε ήλεγξέ ηλέγξεν ήλεγξεν elenche élenche elenchei elénchei elenchein elénchein elenchetai elénchetai elenchete elénchete elencho elenchō eléncho elénchō elenchomena elenchómena elenchomenoi elenchómenoi elenchomenos elenchómenos elenchthe elenchthē elenchthêi elenchthē̂i elenxai elénxai elenxei elénxei elenxon élenxonLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |