1651. elegchó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
a prim. verb
Definition
to expose, convict, reprove
NASB Word Usage
convict (2), convicted (2), convicts (1), expose (1), exposed (2), rebuke (1), refute (1), reprimanded (1), reprove (4), reproved (1), show...fault (1).

Forms and Transliterations
ελεγξαι ελέγξαι ἐλέγξαι ελεγξάτωσαν ελεγξει ελέγξει ἐλέγξει ελέγξεις ελέγξη ελέγξης ελεγξον έλεγξον ἔλεγξον ελέγξω ελεγχε έλεγχε ἔλεγχε ελεγχει ελέγχει ἐλέγχει ελεγχειν ελέγχειν ἐλέγχειν ελεγχεται ελέγχεται ἐλέγχεται ελεγχετε ελέγχετε ἐλέγχετε ελέγχη ελέγχης ελεγχθη ελεγχθή ἐλεγχθῇ ελεγχομενα ελεγχόμενα ἐλεγχόμενα ελεγχομενοι ελεγχόμενοι ἐλεγχόμενοι ελεγχομενος ελεγχόμενος ἐλεγχόμενος ελέγχοντα ελέγχοντας ελέγχοντες ελεγχω ελέγχω ἐλέγχω ελέγχων ήλεγξε ήλεγξέ ηλέγξεν ήλεγξεν elenche élenche elenchei elénchei elenchein elénchein elenchetai elénchetai elenchete elénchete elencho elenchō eléncho elénchō elenchomena elenchómena elenchomenoi elenchómenoi elenchomenos elenchómenos elenchthe elenchthē elenchthêi elenchthē̂i elenxai elénxai elenxei elénxei elenxon élenxon
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1650
Top of Page
Top of Page