1614. ekteinó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from ek and teinó (to stretch)
Definition
to extend
NASB Word Usage
extend (1), lay (2), reached (1), stretch (4), stretched (7), stretching (1).

Forms and Transliterations
εκταθήσεται εκτείναι εκτείναντες εκτεινας εκτείνας ἐκτείνας εκτείνασα εκτείνει εκτεινειν εκτείνειν εκτείνείν ἐκτείνειν εκτείνεται εκτείνη εκτείνης εκτείνητε Εκτεινον έκτεινον Ἔκτεινον Ἔκτεινόν εκτείνονται εκτείνοντες εκτείνου εκτείνουσι εκτείνω εκτείνων εκτείνωσιν εκτενεί εκτένει εκτενεις εκτενείς ἐκτενεῖς εκτενώ εκτέτακα εκτεταμέναι εκτεταμένη εκτεταμένον εντείνας εξέτεινα εξέτειναν εξέτεινας εξετεινατε εξετείνατε ἐξετείνατε εξέτεινε εξετεινεν εξέτεινεν ἐξέτεινεν εξέτεινον ekteinas ekteínas ekteinein ekteínein Ekteinon Ékteinon Ékteinón ekteneis ekteneîs exeteinate exeteínate exeteinen exéteinen
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1613
Top of Page
Top of Page