NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom ek and teinó (to stretch) Definition to extend NASB Word Usage extend (1), lay (2), reached (1), stretch (4), stretched (7), stretching (1). Forms and Transliterations εκταθήσεται εκτείναι εκτείναντες εκτεινας εκτείνας ἐκτείνας εκτείνασα εκτείνει εκτεινειν εκτείνειν εκτείνείν ἐκτείνειν εκτείνεται εκτείνη εκτείνης εκτείνητε Εκτεινον έκτεινον Ἔκτεινον Ἔκτεινόν εκτείνονται εκτείνοντες εκτείνου εκτείνουσι εκτείνω εκτείνων εκτείνωσιν εκτενεί εκτένει εκτενεις εκτενείς ἐκτενεῖς εκτενώ εκτέτακα εκτεταμέναι εκτεταμένη εκτεταμένον εντείνας εξέτεινα εξέτειναν εξέτεινας εξετεινατε εξετείνατε ἐξετείνατε εξέτεινε εξετεινεν εξέτεινεν ἐξέτεινεν εξέτεινον ekteinas ekteínas ekteinein ekteínein Ekteinon Ékteinon Ékteinón ekteneis ekteneîs exeteinate exeteínate exeteinen exéteinenLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |