NAS Exhaustive Concordance 1600aWord Origin adverb from ek and perissós Definition more exceedingly NASB Word Usage insistently (1). 1600b Forms and Transliterations εκπεπιεσμένην εκπετάζω εκπετάζων εκπετασθέν εκπέτασον εκπετάσω εκπηδήσας εκπηδήσει εκπηδήση εκπηδών εκπιέζης εκπιέζουντες εκπίνει εκπίονται εξεπετασα εξεπέτασα ἐξεπέτασα εξεπέτασαν εξεπέτασε εξεπέτασεν εξεπετάσθη εξέπιες εξεπίεσα εξεπίκρανάν exepetasa exepétasaLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |