1587. ekleipó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from ek and leipó
Definition
to leave out, leave off, by impl. to cease
NASB Word Usage
come to an end (1), fail (1), fails (1), obscured (1).

Forms and Transliterations
εκλείξαι εκλείξει εκλείπει εκλείπειν εκλειπέτω εκλειπέτωσαν εκλείπη εκλείπητε εκλείποι εκλείποιεν εκλείπον εκλείποντα εκλείποντας εκλείποντες εκλειποντος ἐκλείποντος εκλείπουσιν εκλείπω εκλειπών εκλείπων εκλείπωσι εκλείπωσιν εκλείψει εκλείψετε έκλειψιν έκλειψις εκλείψουσι εκλειψουσιν εκλείψουσιν ἐκλείψουσιν εκλείψω εκλελειμμένη εκλελειμμένος εκλελοίπασι εκλελοίπασιν εκλέλοιπε εκλέλοιπεν εκλελοιπότας εκλιπέτω εκλιπέτωσαν εκλιπη εκλίπη ἐκλίπῃ εκλίποι ἐκλιπόντος εκλίπωσί εκλίπωσιν εξέλειξαν εξέλιξε εξέλιπε εξέλιπεν εξελίπομεν εξέλιπον εξελίποσαν ekleipsousin ekleípsousin eklipe eklipē eklípei eklípēi eklipontos eklipóntos
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1586
Top of Page
Top of Page