NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom ek and leipó Definition to leave out, leave off, by impl. to cease NASB Word Usage come to an end (1), fail (1), fails (1), obscured (1). Forms and Transliterations εκλείξαι εκλείξει εκλείπει εκλείπειν εκλειπέτω εκλειπέτωσαν εκλείπη εκλείπητε εκλείποι εκλείποιεν εκλείπον εκλείποντα εκλείποντας εκλείποντες εκλειποντος ἐκλείποντος εκλείπουσιν εκλείπω εκλειπών εκλείπων εκλείπωσι εκλείπωσιν εκλείψει εκλείψετε έκλειψιν έκλειψις εκλείψουσι εκλειψουσιν εκλείψουσιν ἐκλείψουσιν εκλείψω εκλελειμμένη εκλελειμμένος εκλελοίπασι εκλελοίπασιν εκλέλοιπε εκλέλοιπεν εκλελοιπότας εκλιπέτω εκλιπέτωσαν εκλιπη εκλίπη ἐκλίπῃ εκλίποι ἐκλιπόντος εκλίπωσί εκλίπωσιν εξέλειξαν εξέλιξε εξέλιπε εξέλιπεν εξελίπομεν εξέλιπον εξελίποσαν ekleipsousin ekleípsousin eklipe eklipē eklípei eklípēi eklipontos eklipóntosLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |