NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom ek and koptó Definition to cut off, cut down, cut out, fig. to frustrate NASB Word Usage cut...off (5), cut down (5). Forms and Transliterations εκκεκομμένα εκκεκομμένον εκκοπή εκκοπηση εκκοπήση ἐκκοπήσῃ εκκοπήσονται εκκοπήτε εκκοπτεται εκκόπτεται ἐκκόπτεται εκκοπτομενου εκκόψαι εκκόψαισαν εκκόψας εκκόψατε εκκοψεις εκκόψεις ἐκκόψεις εκκόψετε εκκόψη εκκοψον έκκοψον ἔκκοψον εκκόψουσι εκκοψω εκκόψω ἐκκόψω εξεκοπης εξεκόπης ἐξεκόπης εξέκοψαν εξέκοψας εξέκοψε εξέκοψεν ekkopese ekkopēsē ekkopḗsei ekkopḗsēi ekkopseis ekkópseis ekkopso ekkopsō ekkópso ekkópsō ekkopson ékkopson ekkoptetai ekkóptetai exekopes exekopēs exekópes exekópēsLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |