NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom ek and klinó Definition to deviate, to turn away (from someone or something) NASB Word Usage turn away (2), turned aside (1). Forms and Transliterations έγκλινον εκκέκλικεν εκκλεινομένων εκκλίναι εκκλίνας εκκλίνατε εκκλινατω εκκλινάτω ἐκκλινάτω έκκλινε εκκλινεί εκκλίνει εκκλίνειν εκκλινείς εκκλινείτε εκκλινετε εκκλίνετε ἐκκλίνετε εκκλίνη εκκλίνης εκκλινήτε εκκλίνητε έκκλινον εκκλίνοντας εκκλίνοντες εκκλίνοντος εκκλινούμεν εκκλινούσας εκκλινούσι εκκλίνουσιν εκκλινώ εκκλίνω εκκλίνωμεν εκκλίνων εκκλίνωσι εκκλύσει εκκόλαμμα εξέκλινα εξεκλίναμεν εξεκλιναν εξέκλιναν ἐξέκλιναν εξέκλινας εξεκλίνατε εξέκλινε εξέκλινεν εξέκλινον ekklinato ekklinatō ekklináto ekklinátō ekklinete ekklínete exeklinan exéklinanLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |