1567. ekzeteo
NAS Exhaustive Concordance
1567a

Word Origin
from ek and zéteó
Definition
to seek out, demand, inquire
NASB Word Usage
charged (2), made careful* (1), searches (1), seek (2), seeks (1), sought (1).

1567b

Word Origin
from ekzéteó
Definition
a questioning
NASB Word Usage
speculation (1).

Forms and Transliterations
εκζητεί εκζητείται εκζητείτε εκζητηθη εκζητηθή ἐκζητηθῇ εκζητηθησεται εκζητηθήσεται ἐκζητηθήσεται εκζητηθήσονται εκζητήσαι εκζητήσαί εκζήτησαι εκζητήσαντες εκζητησας εκζητήσας ἐκζητήσας εκζητήσατε εκζητήσει εκζητήσετε εκζητήσετέ εκζητήση εκζητήσης εκζητήσητε εκζητήσητέ εκζητήσουσι εκζητήσουσιν εκζητήσω εκζήτησω εκζητησωσιν εκζητήσωσιν ἐκζητήσωσιν εκζητούμεν εκζητούντα εκζητούντάς εκζητούντες εκζητούσι εκζητουσιν εκζητούσιν ἐκζητοῦσιν εκζητων εκζητών ἐκζητῶν εξεζητημένα εξεζήτησα εξεζήτησά εξεζητήσαμεν εξεζητησαν εξεζήτησαν ἐξεζήτησαν εξεζήτησας εξεζήτησε εξεζήτησεν εξεζήτουν ekzetesas ekzetḗsas ekzētēsas ekzētḗsas ekzetesosin ekzetḗsosin ekzētēsōsin ekzētḗsōsin ekzetethe ekzētēthē ekzetethêi ekzētēthē̂i ekzetethesetai ekzetethḗsetai ekzētēthēsetai ekzētēthḗsetai ekzeton ekzetôn ekzētōn ekzētō̂n ekzetousin ekzetoûsin ekzētousin ekzētoûsin exezetesan exezētēsan exezḗtesan exezḗtēsan
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1566
Top of Page
Top of Page