NAS Exhaustive Concordance Word Origina prol. form of a prim. and defective verb Definition I exist, I am NASB Word Usage accompanied* (1), accompany* (2), am (138), amount (1), amounts (1), appear* (1), asserted* (1), become* (5), been (45), been* (1), being (26), belong (3), belonged* (1), belonging (1), belonging* (1), belongs (4), bring* (1), came (1), come (5), consist (1), crave* (1), depends* (1), do (1), done* (1), exist (3), existed (4), existed* (1), falls (1), found (1), had (8), happen (4), have (2), have come (1), lived (1), mean (1), mean* (2), means (7), meant (2), originate (1), owns (1), remain (3), remained (1), rest (1), sided (1), stayed (2), themselves (1), there (6), turn (1). Forms and Transliterations ει εἶ είεν ειη είη εἴη είησαν ειμι ειμί είμι εἰμι εἰμί εἰμὶ ἐιμι ειναι ειναί είναι είναί εἶναι εἶναί εισι εισί εισιν εισίν είσιν εἰσιν εἰσίν εἰσὶν εσεσθαι έσεσθαι ἔσεσθαι Εσεσθε έσεσθε έσεσθέ Ἔσεσθε ἔσεσθέ εση έση ἔσῃ εσμεν εσμέν ἐσμεν ἐσμέν ἐσμὲν εσομαι έσομαι έσομαί ἔσομαι εσομεθα εσόμεθα εσόμεθά ἐσόμεθα εσόμενα εσομένης εσομενον εσόμενον ἐσόμενον εσόμενος εσομένου εσονται έσονται έσονταί ἔσονται ἔσονταί εσται έσται ἔσται εστε εστέ έστε ἐστε ἐστέ ἐστὲ εστι εστί έστι ἐστί ΕΣΤΙΝ εστίν έστιν ἐστιν ἐστίν ἐστὶν ἔστιν εστω έστω ἔστω Εστωσαν έστωσαν Ἔστωσαν η ᾖ ἥκασιν ημεθα ήμεθα ἤμεθα ημεν ήμεν ἦμεν ημην ήμην ἤμην ΗΝ ἦν ης ᾖς ἦς ησαν ήσαν ήσάν ἦσαν ησθα ήσθα ἦσθα ητε ήτε ἦτε ητω ήτω ἤτω ίθι ισθι ίσθι ἴσθι ον ὂν οντα όντα ὄντα οντας όντας ὄντας οντες όντες ὄντες οντι όντι ὄντι οντος όντος ὄντος οντων όντων ὄντων ουκ ουσα ούσα οὖσα ουσαι ούσαι οὖσαι ουσαν ούσαν οὖσαν όυσαν ούσας ουση ούση οὔσῃ όυση ουσης ούσης οὔσης όυσης ούσι ουσιν ούσιν οὖσιν όυσιν ουσων ουσών οὐσῶν ω ὦ ωμεν ώμεν ὦμεν ων ὤν ὢν ωσί ώσι ώσί ωσιν ώσιν ὦσιν e ē ei eî êi ē̂i eie eiē eíe eíē eimi eimí eimì einai eînai eînaí êis ē̂is eisin eisín eisìn ekasin ēkasin emen êmen ēmen ēmēn ḗmen ḗmēn ē̂men emetha ēmetha ḗmetha eN ên ĒN ē̂n es ês ēs ē̂s esan êsan ēsan ē̂san ese esē ései ésēi esesthai ésesthai Esesthe Ésesthe ésesthé esmen esmén esmèn esomai ésomai esomenon esómenon esometha esómetha esontai ésontai ésontaí estai éstai este esté estè estha êstha ēstha ē̂stha esti estí ESTIN estín estìn éstin esto estō ésto éstō Estosan Estōsan Éstosan Éstōsan ete ête ēte ē̂te eto ētō ḗto ḗtō hekasin hēkasin hḗkasin isthi ísthi o ô ō ō̂ omen ômen ōmen ō̂men on òn ōn ṓn ṑn onta ónta ontas óntas ontes óntes onti ónti onton ontōn ónton óntōn ontos óntos osin ôsin ōsin ō̂sin ousa oûsa ousai oûsai ousan oûsan ouse ousē oúsei oúsēi ouses ousēs oúses oúsēs ousin oûsin ouson ousôn ousōn ousō̂nLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |