1455. egkathetos
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from en and a derivation of kathiémi
Definition
hired to lie in wait, lying in wait
NASB Word Usage
spies (1).

Forms and Transliterations
εγκάθετοι εγκάθετος εγκαθέτους ἐγκαθέτους εγκαθήμενοι εγκαθημένοις εγκαθήμενον εγκαθήμενος εγκαθημένους εγκάθηνται εγκαθήσονται εγκάθηται ενεκαθήμεθα ενεκάθηντο ενεκάθησθε ενεκάθητο ενεκάθισαν ενεκάθισας ενκαθετους ἐνκαθέτους καθίσατε enkathetous en'kathétous
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1454
Top of Page
Top of Page