NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom en and a derivation of kathiémi Definition hired to lie in wait, lying in wait NASB Word Usage spies (1). Forms and Transliterations εγκάθετοι εγκάθετος εγκαθέτους ἐγκαθέτους εγκαθήμενοι εγκαθημένοις εγκαθήμενον εγκαθήμενος εγκαθημένους εγκάθηνται εγκαθήσονται εγκάθηται ενεκαθήμεθα ενεκάθηντο ενεκάθησθε ενεκάθητο ενεκάθισαν ενεκάθισας ενκαθετους ἐνκαθέτους καθίσατε enkathetous en'kathétousLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |