NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom eggus Definition to make near, refl. to come near NASB Word Usage approached (10), approaching (7), came (1), came close (1), came near (1), come near (2), comes near (2), coming near (1), draw near (3), drawing near (2), hand (7), near (5). Forms and Transliterations εγγεγλυμμέναι εγγελά εγγιεί ἐγγιεῖ έγγιζε εγγιζει εγγίζει ἐγγίζει εγγιζειν εγγίζειν ἐγγίζειν εγγίζη εγγιζομεν εγγίζομεν ἐγγίζομεν εγγίζοντας εγγιζοντες εγγίζοντες ἐγγίζοντες εγγιζοντι εγγίζοντι ἐγγίζοντι εγγιζοντος εγγίζοντος εγγίζοντός ἐγγίζοντος εγγιζοντων εγγιζόντων ἐγγιζόντων εγγίζουσα εγγιζούσαις εγγιζουσαν εγγίζουσαν ἐγγίζουσαν εγγιζούση εγγιζούσης εγγίζουσι εγγίζουσί εγγιζουσιν εγγίζουσιν ἐγγίζουσιν εγγίζων εγγίκασιν εγγιούσι εγγιούσιν εγγισαι εγγίσαι ἐγγίσαι εγγισαντος εγγίσαντος ἐγγίσαντος εγγισας εγγίσας ἐγγίσας εγγισατε εγγίσατε εγγίσατέ ἐγγίσατε εγγισάτω εγγισάτωσαν εγγισει ἐγγίσει έγγισεν εγγίση εγγίσης εγγίσητε έγγισον έγγισόν εγγίσωμεν εγγίσωσι εγγίσωσί εγγιών εγγλυφήναι έγγραπτον ήγγιζε ΗΓΓΙΖΕΝ ήγγιζεν ἤγγιζεν ηγγίκασιν ήγγικε ηγγικεν ήγγικεν ἤγγικεν ήγγισα ηγγισαν ήγγισαν ήγγισάν ἤγγισαν ήγγισας ηγγίσατε ήγγισε ηγγισεν ήγγισεν ἤγγισεν engiei engieî engiken ēngiken ḗngiken engisai engísai engisan ēngisan ḗngisan engisantos engísantos engisas engísas engisate engísate engisen ēngisen ḗngisen engizei engízei engizein engízein eNGIZEN ĒNGIZEN ḗngizen engizomen engízomen engizontes engízontes engizonti engízonti engizonton engizontōn engizónton engizóntōn engizontos engízontos engizousan engízousan engizousin engízousinLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |