1410. dunamai
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
a prim. verb
Definition
to be able, to have power
NASB Word Usage
able (50), am able (2), can (60), cannot (1), cannot* (59), could (24), may (1), might (3), power...has (1), unable* (7).

Forms and Transliterations
αδυνάσθη δυναιμην δυναίμην δυναιντο δύναιντο δυναμαι δύναμαι δύναμαί Δυναμεθα Δυνάμεθα δυνάμεθά δυναμενα δυνάμενα δυνάμενά δυναμεναι δυνάμεναι δυναμενη δυναμένη δυναμενοι δυνάμενοι δυναμενον δυνάμενον δυναμενος δυνάμενος δυναμενου δυναμένου δυναμενους δυναμένους δυναμενω δυναμένω δυναμένῳ δυναμενων δυναμένων δυνανται δύνανται δύνανταί δυνασαι δύνασαι δύνασαί δυνασθαι δύνασθαι δύνασθαί δυνασθε δύνασθε δυναται δύναται δύναταί δυνατόν δυνη δύνη δύνῃ δυνηθή δυνηθής δυνηθητε δυνηθήτε δυνηθῆτε δυνησεσθε δυνήσεσθε δυνησεται δυνήσεται δυνήσεταί δυνηση δυνήση δυνήσῃ δύνησθε δυνήσομαι δυνησομεθα δυνησόμεθα δυνησονται δυνήσονται δυνηται δυνήται δύνηται δυνώμαι δύνωμαι δυνώμεθα δυνωνται δύνωνται εδύναντο εδυνασθε εδύνασθε ἐδύνασθε εδυνατο εδύνατο ἐδύνατο εδυνήθη εδυνήθησαν ηδυνάθησαν ηδυναντο ηδύναντο ἠδύναντο ηδυνασθη ηδυνάσθη ἠδυνάσθη ηδυνάσθην ηδυνάσθης ηδυνάσθησαν ηδυνάσθησάν ηδυνατο ηδύνατο ἠδύνατο ηδυνήθη ἠδυνήθη ηδυνηθημεν ηδυνήθημεν ἠδυνήθημεν ηδυνηθην ηδυνήθην ἠδυνήθην ηδυνήθης ηδυνηθησαν ηδυνήθησαν ηδυνήθησάν ἠδυνήθησαν ηδυνηθητε ἠδυνήθητε dunaimen dunaimēn dunainto dunamai dunamena dunamenai dunamene dunamenē dunameno dunamenō dunamenoi dunamenon dunamenōn dunamenos dunamenou dunamenous Dunametha dunantai dunasai dunasthai dunasthe dunatai dune dunē dunese dunēsē dunesesthe dunēsesthe dunesetai dunēsetai dunesometha dunēsometha dunesontai dunēsontai dunetai dunētai dunethete dunēthēte dunontai dunōntai dynaimen dynaimēn dynaímen dynaímēn dynainto dýnainto dynamai dýnamai dýnamaí dynamena dynámena dynámená dynamenai dynámenai dynamene dynamenē dynaméne dynaménē dynameno dynamenō dynamenoi dynaménoi dynaménōi dynámenoi dynamenon dynamenōn dynaménon dynaménōn dynámenon dynamenos dynámenos dynamenou dynaménou dynamenous dynaménous Dynametha Dynámetha dynámethá dynantai dýnantai dýnantaí dynasai dýnasai dýnasaí dynasthai dýnasthai dynasthe dýnasthe dynatai dýnatai dýnataí dyne dynē dýnei dýnēi dynese dynēsē dynḗsei dynḗsēi dynesesthe dynēsesthe dynḗsesthe dynesetai dynēsetai dynḗsetai dynḗsetaí dynesometha dynesómetha dynēsometha dynēsómetha dynesontai dynēsontai dynḗsontai dynetai dynētai dýnetai dýnētai dynethete dynethête dynēthēte dynēthē̂te dynontai dynōntai dýnontai dýnōntai edunanto ēdunanto edunasthe edunato ēdunato edunethe ēdunēthē edunethemen ēdunēthēmen edunethen ēdunēthēn edunethesan ēdunēthēsan edunethete ēdunēthēte edynanto edýnanto ēdynanto ēdýnanto edynasthe edýnasthe edynato edýnato ēdynato ēdýnato edynethe edynḗthe ēdynēthē ēdynḗthē edynethemen edynḗthemen ēdynēthēmen ēdynḗthēmen edynethen edynḗthen ēdynēthēn ēdynḗthēn edynethesan edynḗthesan ēdynēthēsan ēdynḗthēsan edynethete edynḗthete ēdynēthēte ēdynḗthēte
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1409
Top of Page
Top of Page