NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom dia and chórizó Definition to separate entirely NASB Word Usage leaving (1). Forms and Transliterations διακεχωρισμένοι διακεχωρισμένος διακεχωρισμένων διαχωρίζει διαχωρίζειν διαχωριζεσθαι διαχωρίζεσθαι διαχωρίζον διαχωρισθέντες διαχωρισθήναι διαχωρίσθητι διαχώρισον διάψαλμα διαψεύση δίγλωσσος διεχώρισεν διεχωρίσθησαν diachorizesthai diachorízesthai diachōrizesthai diachōrízesthaiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |