1316. diachórizó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from dia and chórizó
Definition
to separate entirely
NASB Word Usage
leaving (1).

Forms and Transliterations
διακεχωρισμένοι διακεχωρισμένος διακεχωρισμένων διαχωρίζει διαχωρίζειν διαχωριζεσθαι διαχωρίζεσθαι διαχωρίζον διαχωρισθέντες διαχωρισθήναι διαχωρίσθητι διαχώρισον διάψαλμα διαψεύση δίγλωσσος διεχώρισεν διεχωρίσθησαν diachorizesthai diachorízesthai diachōrizesthai diachōrízesthai
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1315
Top of Page
Top of Page