1301. diatéreó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from dia and téreó
Definition
to keep carefully
NASB Word Usage
keep...free (1), treasured (1).

Forms and Transliterations
διατετηρημένον διατηρεί διατηρείν διατηρήσεις διατηρήσετε διατήρησιν διατήρησόν διατηρουντες διατηρούντες διατηροῦντες διατηρούσιν διατηρών διετηρει διετήρει διετηρήθης διετήρησε διετηρούντο diaterountes diateroûntes diatērountes diatēroûntes dieterei dietērei dietḗrei
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1300
Top of Page
Top of Page