1291. diastelló
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from dia and stelló
Definition
to set apart, fig. to distinguish, to charge expressly
NASB Word Usage
command (1), gave...orders (3), gave...instruction (1), giving orders (1), ordered (1).

Forms and Transliterations
διασταλήσεται διασταλήσονται διαστάλητε διαστείλαι διαστείλας διαστείλασθαι διαστείλη διάστειλον διαστελεί διαστελείς διαστελείτε διαστέλλειν διαστελλομενον διαστελλόμενον διαστέλλουσα διαστελούσιν διαστελώ διεστάλη διεστάλησαν διεσταλμένα διεσταλμένον διέστειλα διεστειλαμεθα διεστειλάμεθα διεστείλαμεθα διέστειλαν διέστειλας διεστειλατο διεστείλατο διέστειλε διέστειλεν διεστείλω διεστελλετο διεστέλλετο diastellomenon diastellómenon diesteilametha diesteilámetha diesteilato diesteílato diestelleto diestélleto
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1290
Top of Page
Top of Page