NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom dia and stelló Definition to set apart, fig. to distinguish, to charge expressly NASB Word Usage command (1), gave...orders (3), gave...instruction (1), giving orders (1), ordered (1). Forms and Transliterations διασταλήσεται διασταλήσονται διαστάλητε διαστείλαι διαστείλας διαστείλασθαι διαστείλη διάστειλον διαστελεί διαστελείς διαστελείτε διαστέλλειν διαστελλομενον διαστελλόμενον διαστέλλουσα διαστελούσιν διαστελώ διεστάλη διεστάλησαν διεσταλμένα διεσταλμένον διέστειλα διεστειλαμεθα διεστειλάμεθα διεστείλαμεθα διέστειλαν διέστειλας διεστειλατο διεστείλατο διέστειλε διέστειλεν διεστείλω διεστελλετο διεστέλλετο diastellomenon diastellómenon diesteilametha diesteilámetha diesteilato diesteílato diestelleto diestélletoLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |