1283. diarpazó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from dia and harpazó
Definition
to plunder
NASB Word Usage
plunder (3).

Forms and Transliterations
διαπαρατριβαί διαρπαγήσονται διαρπαζόμενος διαρπάζοντες διαρπαζόντων διαρπάζουσι διαρπασαι διαρπάσαι διαρπασάτωσαν διαρπασει διαρπάσει διαρπάσωμεν διαρπώνται διέρραγκα διήρπαζον διήρπασαν διηρπασμένη διηρπασμένοι διηρπασμένον διηρπασμένος diarpasai diarpásai diarpasei diarpásei
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1282
Top of Page
Top of Page