1269. dianeuó
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
from dia and neuó
Definition
to wink at, nod to, beckon to
NASB Word Usage
making signs (1).

Forms and Transliterations
διανενησμένον διανενησμένου διανενησμένω διανενόημαι διανεύοντες διανευων διανεύων διανιστάμενος διανισταμένους διανοείσθαι διανοείται διανοηθείς διανοουμένους διενοείτο διενοήθη διενοήθην διενοήθησαν διηνθισμέναι dianeuon dianeuōn dianeúon dianeúōn
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1268
Top of Page
Top of Page