NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom dia and marturomai Definition to affirm solemnly NASB Word Usage solemnly to testify (1), solemnly charge (3), solemnly testified (2), solemnly testifies (1), solemnly testifying (3), solemnly warned (1), solemnly witnessed (1), testified (1), testify solemnly (1), warn (1). Forms and Transliterations διαμάρτυραι διαμαρτυραμενοι διαμαρτυράμενοι διαμαρτυρασθαι διαμαρτύρασθαι διαμαρτύρει διαμαρτυρεται διαμαρτύρεται διαμαρτύρεταί διαμαρτύρη διαμαρτυρηται διαμαρτύρηται Διαμαρτυρομαι Διαμαρτύρομαι διαμαρτύρομαί διαμαρτυρομενος διαμαρτυρόμενος διαμαρτύρωμαι διαμαρτύρωνται διαμεμαρτύρημαι διαμεμαρτυρημένοι διαμεμαρτύρησαι διεμαρτυραμεθα διεμαρτυράμεθα διεμαρτυράμην διεμαρτύραντο διεμαρτυρατο διεμαρτύρατο διεμαρτύρετο διεμαρτυρω διεμαρτύρω diamarturamenoi diamarturasthai diamarturetai diamarturētai Diamarturomai diamarturomenos diamartyramenoi diamartyrámenoi diamartyrasthai diamartýrasthai diamartyretai diamartyrētai diamartýretai diamartýretaí diamartýrētai Diamartyromai Diamartýromai diamartyromenos diamartyrómenos diemarturametha diemarturato diemarturo diemarturō diemartyrametha diemartyrámetha diemartyrato diemartýrato diemartyro diemartyrō diemartýro diemartýrōLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |