1099. glukus
NAS Exhaustive Concordance
Word Origin
a prim. word
Definition
sweet
NASB Word Usage
fresh (2), sweet (2).

Forms and Transliterations
γεγλυμμένα γεγλυμμένη γεγλυμμένους γλυκέα γλυκείς γλυκυ γλυκύ γλυκὺ γλυκύς γλυκύτερα γλυκύτερον γλυκύτητά γλύμμα γλυπτά γλυπτοίς γλυπτόν γλυπτώ γλυπτών γλυφαί γλυφάς γλύφειν γλυφή γλυφήν γλύφοντες γλυφών γλύψεις έγλυψαν έγλυψε έγλυψεν gluku glyky glyký glykỳ
Links
Interlinear GreekInterlinear HebrewStrong's NumbersEnglishman's Greek ConcordanceEnglishman's Hebrew ConcordanceParallel Texts
1098
Top of Page
Top of Page