NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom aeidó (to sing) Definition to sing NASB Word Usage sang (3), singing (2). Forms and Transliterations άδειν άδοντας αδοντες άδοντες ᾄδοντες αδόντων άδουσαι αδούσας άδουσι αδουσιν άδουσιν ᾄδουσιν αδουσών άσατε ασάτωσαν άσομαι άσομαί άσομεν άσον άσονται άσω άσωμεν ήσαν ήσε ήσεν adontes adousin ā́idontes ā́idousinLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |