NAS Exhaustive Concordance Word Originfrom boulé Definition to take counsel, deliberate NASB Word Usage consider (1), planned (1), planned together (1), purpose (2), resolved (1). Forms and Transliterations βεβούλευμαι βεβούλευνται βεβούλευται βουλεύεσθε βουλεύεται βουλευομαι βουλεύομαι βουλευόμενοι βουλευόμενος βουλευομένων βουλεύου βουλεύσασθε βουλευσεται βουλεύσεται βουλεύσησθε βουλευσώμεθα εβουλευοντο εβουλεύοντο ἐβουλεύοντο εβουλευσαντο εβουλεύσαντο ἐβουλεύσαντο εβουλεύσασθε εβουλεύσατο εβουλεύσω εἰ bouleuomai bouleúomai bouleusetai bouleúsetai ebouleuonto ebouleúonto ebouleusanto ebouleúsanto eiLinks Interlinear Greek • Interlinear Hebrew • Strong's Numbers • Englishman's Greek Concordance • Englishman's Hebrew Concordance • Parallel Texts |